ἥγημα

ἥγημα
-ατος τό N 3 0-0-1-0-0=1 Ez 17,3
thought, purpose; neol.?

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ήγημα — ἥγημα, τὸ (Α) [ηγούμαι] 1. καθετί που οδηγεί, οδηγία 2. σκέψη, σκοπός («ἔχει τὸ ἥγημα εἰσελθεῑν εἰς τὸν Λίβανον», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • ἥγημα — that which guides neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγήματι — ἥγημα that which guides neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”